συντροφεύω

συντροφεύω
Ν [σύντροφος]
1. κάνω συντροφιά ή συνοδεύω κάποιον (α. «τού ζήτησα να μέ συντροφέψει στο διάβασμα» β. «θα μέ συντροφέψει στο ταξίδι»)
2. (αμτβ.) συνεταιρίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συντροφεύω — συντροφεύω, συντρόφεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συντροφεύω — και συντροφιάζω συντρόφεψα και συντρόφιασα, συντροφεμένος 1. είμαι σύντροφος κάποιου, του κάνω παρέα: Κάθεται στο σπίτι και συντροφεύει τους γονείς της. 2. πάω μαζί με κάποιον: Τον συντρόφευε η σύζυγός του σ αυτό το ταξίδι. 3. συνεταιρίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επακολουθώ — (AM ἐπακολουθῶ, έω) ακολουθώ ύστερα από κάτι, συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα («μετά τον γάμο θα επακολουθήσει δεξίωση») (αρχ. μσν.) ακολουθώ, συντροφεύω αρχ. 1. βγαίνω, πηγαίνω συντροφιά με κάποιον, συνοδεύω 2. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω …   Dictionary of Greek

  • οπηδητήρ — ὀπηδητήρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • οπηδώ — ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, έω (Α) [οπηδός] 1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύω («Εὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῑ», Καλλ.) …   Dictionary of Greek

  • παρέπομαι — ΝΑ [έπομαι] 1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, συντροφεύω 2. έρχομαι πίσω από κάποιον, τόν παρακολουθώ 3. έρχομαι ως φυσική συνέπεια κάποιου 4. (λογ.) (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το παρεπόμενο η συνέπεια, επακόλουθο, αποτέλεσμα 5. φρ. «τα… …   Dictionary of Greek

  • παραζεύγνυμι — και παραζευγνύω ΜΑ ζεύω μαζί αρχ. 1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ) 2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.) 3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων… …   Dictionary of Greek

  • συντροφιά — η / συντροφιά, ΝΜΑ [σύντροφος] σχέση, συναναστροφή (α. «μού λείπει η συντροφιά της» β. «ἡ πρὸς ἡμᾱς συντροφία», Στράβ.) νεοελλ. 1. όμιλος φίλων, φιλική ομήγυρη, παρέα («και δε θα μέ μακρύνετε από τη συντροφιά σας», Ερωτόκρ.) 2. συνεταιρισμός,… …   Dictionary of Greek

  • συντρόφευμα — και συντρόφεμα, το, Ν [συντροφεύω] το να συντροφεύει κανείς κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”